- μεντόσιος
- -α, -ο1. φρ. «μεντόσια βαθμίδα»γεωλ. η κατώτερη και αρχαιότερη μεγάλη υποδιαίρεση τού κατώτερου κρητιδικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του στη Χιλή και στην Αργεντινή2. το αρσ. ως ουσ. το μεντόσιογεωλ. η μεντόσια βαθμίδα.
Dictionary of Greek. 2013.